νεώνητος

From LSJ
Revision as of 05:15, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεώνητος Medium diacritics: νεώνητος Low diacritics: νεώνητος Capitals: ΝΕΩΝΗΤΟΣ
Transliteration A: neṓnētos Transliteration B: neōnētos Transliteration C: neonitos Beta Code: new/nhtos

English (LSJ)

ον, newly bought, of slaves, Ar.Eq.2, Timocl.7.2, Ph.2.73, cf. Ar.Pl.769; κύνες Aristo Stoic.1.88; ἀγρός App.BC4.41.

German (Pape)

[Seite 249] neuerdings, eben erst gekauft, Ar. Equ. 2 Plut. 769, von Sklaven, wie Luc. navig. 19.

Greek (Liddell-Scott)

νεώνητος: -ον, ὁ νεωστὶ ἀγορασθείς, ἐπὶ δούλων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 2, Πλ. 769.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouvellement acheté.
Étymologie: νέος, ὠνέομαι.

Greek Monolingual

νεώνητος, -ον (Α)
(για δούλους) αυτός που αγοράστηκε πρόσφατα, νεοαγορασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + ώνητος (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. αργυρ-ώνητος].

Greek Monotonic

νεώνητος: -ον, αυτός που έχει αγοραστεί πρόσφατα, λέγεται για δούλους, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

νεώνητος: недавно или только что купленный (sc. ὁ δοῦλος Arph., Luc., Plut.).

Middle Liddell

νε-ώνητος, ον,
newly bought, of slaves, Ar.