ἐκμαστεύω

From LSJ
Revision as of 05:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκμαστεύω Medium diacritics: ἐκμαστεύω Low diacritics: εκμαστεύω Capitals: ΕΚΜΑΣΤΕΥΩ
Transliteration A: ekmasteúō Transliteration B: ekmasteuō Transliteration C: ekmasteyo Beta Code: e)kmasteu/w

English (LSJ)

track out, ὡς κύων νεβρὸν πρὸς αἷμα ἐ. A.Eu.247, Ph. Bybl. ap. Eus.PE1.9.

German (Pape)

[Seite 769] ausspähen, aufsuchen, ὡς κύων νεβρόν Aesch. Eum. 238.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμαστεύω: ἰχνεύω, ἀνιχνεύω, ἰχνηλατῶ, Φίλων Βιβλ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 31D. - Ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 247 ὁ Ἀττ. τύπος: ὡς κύων νεβρὸν πρὸς αἷμα... ἐκματεύομεν ἀποκατέστη ὑπὸ Δινδ., ὃν ἴδε ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
rechercher, poursuivre.
Étymologie: ἐκ, μαστεύω.

Spanish (DGE)

seguir el rastro de, rastrear ὡς κύων νεβρὸν πρὸς αἷμα καὶ σταλαγμὸν ἐκμαστεύομεν A.Eu.247
fig. investigar τὰ Τααύτου Herenn.Phil.Hist.1.23.

Greek Monolingual

(AM ἐκμαστεύω)
ανιχνεύω, προσπαθώ να βρω και να φέρω στην επιφάνεια (συνήθως για υπόγεια ύδατα)
αρχ.
παρακολουθώ με προσοχή.

Russian (Dvoretsky)

ἐκμαστεύω: v.l. ἐκματεύω выслеживать, отыскивать (ὡς κύων νεβρόν Aesch.).