ἐξοιμώζω
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
English (LSJ)
wail aloud, οἰμωγάς S.Aj.317; γόοισιν Id.Ant.427.
German (Pape)
[Seite 885] (s. οἰμώζω), in Wehklagen ausbrechen, εὐθὺς ἐξῴμωξεν οἰμωγὰς λυγράς Soph. Ai. 310, γόοισιν Ant. 423.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξοιμώζω: οἰμώζω, θρηνῶ μεγαλοφώνως, «ξεφωνίζω», εὐθὺς ἐξώμοξεν οἰμωγὰς λυγρὰς Σοφ. Αἴ. 317· γόοισιν Ἀντ. 427.
French (Bailly abrégé)
seul. ao. 3ᵉ sg. ἐξῴμωξεν;
pousser des gémissements.
Étymologie: ἐξ, οἰμώζω.
Greek Monolingual
ἐξοιμώζω (Α) οιμώζω
οδύρομαι, ξεφωνίζω.
Greek Monotonic
ἐξοιμώζω: μέλ. -οιμώξομαι, θρηνώ δυνατά, ξεφωνίζω, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξοιμώζω: (только в aor. 3 л. sing. ἐξῴμωξεν) разрыдаться, застонать: γόοισιν или οἰμωγὰς ἐξῴμωξεν Soph. (Антигона) разразилась рыданиями.