ἐπιλογή

From LSJ
Revision as of 07:50, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ βουλή → they have no common ground of argument, they have no common agenda

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιλογή Medium diacritics: ἐπιλογή Low diacritics: επιλογή Capitals: ΕΠΙΛΟΓΗ
Transliteration A: epilogḗ Transliteration B: epilogē Transliteration C: epilogi Beta Code: e)pilogh/

English (LSJ)

ἡ, picking out, choice, τῶν ἀκαθάρτων Lysim. ap. J.Ap.1.34, cf. Cod.Just.1.5.16.2; selection, ἀνδρῶν Plb.7.16.7, etc.; ἵππων Simon Eq.tit.; ἡμερῶν Ps.-Ptol.Centil.6.

German (Pape)

[Seite 958] ἡ, Auswahl, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλογή: ἡ, (ἐπιλέγω) ἐκλογή, Λυσίμαχος παρ’ Ἰωσήπῳ κατὰ Ἀπίωνος 1. 34.

Greek Monolingual

η (AM ἐπιλογή) επιλέγω
1. εκλογή, διάλεγμα, ξεδιάλεγμα
2. εκλογή, ανάδειξη σε αξίωμα ή θέση
νεοελλ.
1. η απομόνωση επιθυμητών σημάτων από τα λοιπά ανάμικτα σήματα και τα παράσιτα που συλλαμβάνει η κεραία του δέκτη
2. η εκλογή και κατάταξη στα διάφορα όπλα, σώματα και ειδικότητες όσων βρίσκονται σε στρατεύσιμη ηλικία
3. φρ. «φυσική επιλογή» — επιβίωση τών ατόμων που προσαρμόζονται καλύτερα για τους επιδιωκόμενους σκοπούς
μσν.
δικαίωμα επιλογής·