ἀκρόπους
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
ὁ, extremity of leg, i.e. foot, Ptol.Alm.7.5, al., Pall.in Hp.Fract.12.285 C.: pl., PMag.Leid.W.18.37; trotters, Aret.CA1.10.
German (Pape)
[Seite 84] οδος, ὁ, Fußspitze, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρόπους: ὁ, τὸ ἄκρον τοῦ ποδός, ἀνώμαλος λέξ. ἀντὶ τοῦ ἄκρος πούς, ἐν Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 285, ἴδε Λοβ. Φρύν. 603, πρβλ. ἀκρόχειρ.
Spanish (DGE)
-ποδος, ὁ
1 punta del pie Ptol.Alm.7.5, Steph.in Hp.Fract.53.5
•de una estatua, Paus.2.4.1.
2 remos, patas anteriores Aret.CA 1.10.9.
Greek Monolingual
ἀκρόπους (-οδος), ο (Α)
το άκρο του ποδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + πούς
η λ. αντί του ἄκρος πούς, πρβλ. και ἀκρόχειρ.
ΠΑΡ. ἀκροπόδιον.