ἀναδιπλασιάζω
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
English (LSJ)
reduplicate, Choerob. in Theod.p.75 H.: Rhet., repeat, Anon.Fig.p.160S.
German (Pape)
[Seite 187] wieder verdoppeln, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναδιπλασιάζω: μέλλ. -άσω, Γραμμ.
Spanish (DGE)
1 ret. repetir un nombre, Anon.Fig.p.160.
2 gram. reduplicar, EM 1123, en v. pas. Choerob.in Theod.p.75.
Greek Monolingual
(Α ἀναδιπλασιάζω)
1. διπλασιάζω εκ νέου, ξαναδιπλασιάζω ή απλώς διπλασιάζω
2. (στη Γραμμ.) εφαρμόζω αναδιπλασιασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + διπλασιάζω.
ΠΑΡ. αναδιπλασιασμός].