ἀνθυπαγωγή
From LSJ
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
English (LSJ)
ἡ, reply, A.D.Synt.19.12, al.
German (Pape)
[Seite 235] ἡ, das Dagegenanführen, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθυπαγωγή: ἡ, τὸ ἀναφέρειν πρός τι, Ἀπολλ. Γραμμ.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
gram. respuesta αἱ ἀνθυπαγωγαὶ ὀνοματικαὶ γίνονται A.D.Synt.19.12.
Greek Monolingual
ἀνθυπαγωγή, η (Α)
η απάντηση, η αναφορά.