ἄπελος
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
τό, wound not skinned over, Call.Fr.343.
German (Pape)
[Seite 286] τό, eine Wunde, worüber sich noch keine Haut gebildet hat, unverharscht, Callim. frg. 343, was Eusth. von μὴ πελάζειν ableitet, Andere von einem ungebräuchlichen πέλος, = pellis.
Greek (Liddell-Scott)
ἄπελος: τὸ, (πέλλα Β) ἕλκος μὴ ἐπουλωθὲν εἰσέτι, Καλλ. Ἀποσπ. 343, Εὐστάθ. σ. 842 [843, 33] κτλ.
Spanish (DGE)
• Morfología: [género dud.]
herida abierta, que no ha cicatrizado Call.Fr.660.
• Etimología: Quizá de ἀ- priv. y la r. *pel- ‘piel’ que aparece en ἐρυσιπέλας, πέλλα, lat. pellis, etc.
Greek Monolingual
ἄπελος, το (Μ)
πληγή που δεν έχει επουλωθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι αρχαίοι συνέδεαν τη λ. με το ρ. πελάζω «πλησιάζω». Σύμφωνα με νεώτερες απόψεις, ο τ. προήλθε από α- στερ. και κάποιο ουσιαστικό που θα δήλωνε το δέρμα (πρβλ. ερυσίπελας «φλεγμονή του δέρματος», πέλλα, λατ. pellis «δέρμα»].
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: wound (Call. Fr. 343).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. α-privans with πέλας skin or Lat. pello push is improbable. vW. Orbis 15 (1966) 256 compares Toch. B pīle, A päl wound, on which see Adams, Dict.; all very uncertain.
Frisk Etymology German
ἄπελος: {ápelos}
Grammar: n.
Meaning: Wunde (Kall. Fr. 343).
Etymology: Unerklärt. Man erwägt Zusammenhang mit πέλας Haut usw. oder mit lat. pello stoßen. Näheres bei Bq und bei WP. 2, 58f. m. Lit.
Page 1,120