εὐκατάλλακτος
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ον, easily appeased, placable, opp. μνησίκακος, Arist.Rh.1381b5, cf. Vit.Philonid.p.3C., LXX 3 Ma.5.13. Adv. -τως, ἔχειν πρός τινας Sch.S.Aj.1345.
German (Pape)
[Seite 1073] leicht auszusöhnen, Arist. rhet. 2, 4. – Adv., Schol. Soph. Ai. 1345.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκατάλλακτος: -ον, εὐκόλως διαλλατόμενος, καταπραϋνόμενος, Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 17. - Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 1344.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à apaiser.
Étymologie: εὖ, καταλλάσσω.
Greek Monolingual
εὐκατάλλακτος, -ον (Α)
αυτός που κατευνάζεται, που καταπραΰνεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατ-αλλακτος (< κατ-αλλάσσω «συμφιλιώνω»), πρβλ. ακατάλλακτος, δυσκατ-άλλακτος].
Russian (Dvoretsky)
εὐκατάλλακτος: легко примиряющийся, незлопамятный Arst.