τρίφυλος

From LSJ
Revision as of 10:43, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίφῡλος Medium diacritics: τρίφυλος Low diacritics: τρίφυλος Capitals: ΤΡΙΦΥΛΟΣ
Transliteration A: tríphylos Transliteration B: triphylos Transliteration C: trifylos Beta Code: tri/fulos

English (LSJ)

[ῐ], ον, of three tribes, πόλις D.H.4.14; τριφύλους ποιῆσαί τινας divide them into three tribes, Hdt.4.161.

German (Pape)

[Seite 1149] von drei Zünften, Stämmen, aus so vielen bestehend; τριφύλους ποιεῖν, in drei φυλαί theilen, Her. 4, 161; D. Hal. 4, 14.

Greek (Liddell-Scott)

τρίφῡλος: -ον, ὁ ἐκ τριῶν φυλῶν, πόλις Διον. Ἁλ. 4. 14· τριφύλους ποιέειν τινάς, διαιρεῖν αὐτοὺς εἰς τρεῖς φυλάς, Ἡρόδ. 4. 161.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se compose de trois tribus.
Étymologie: τρεῖς, φυλή.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αποτελείται από τρία φύλα, που έχει τρεις φυλές («πόλις τρίφυλος», Δίον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -φυλος (< φυλή), πρβλ. ἀλλό-φυλος].

Greek Monotonic

τρίφῡλος: [ῐ], -ον (φυλή), αυτός που προέρχεται από τρεις φυλές, τριφύλους ποιέειν, να τους διαιρέσεις σε τρεις φυλές, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

τρίφῡλος: состоящий из трех фил: τριφύλους ποιέειν τινάς Her. делить кого-л. на три филы.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίφυλος -ον [τρι-, φυλή] uit drie stammen bestaand.

Middle Liddell

τρί-φῡλος, ον, φυλή
of three tribes, τριφύλους ποιέειν to divide into three tribes, Hdt.