ἀρτεμία
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ἡ, soundness, health, AP9.644 (Agath.), Procl. H.1.42: pl., recovery, Max.184.
German (Pape)
[Seite 361] ἡ, Unverletztheit, Gesundheit, Agath. 55 (IX, 644).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτεμία: ἡ, ἀβλάβεια, ἀσφάλεια, ὑγεία, Ἀνθ. Π. 9. 644· πλ., Μάξ. π. κατ. 184.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
intégrité, particul. bonne santé.
Étymologie: ἀρτεμής.
English (Slater)
Greek Monolingual
ἀρτεμία, η (Α) αρτεμής
1. η υγεία, η καλή κατάσταση της υγείας
2. η ανάρρωση.
Greek Monotonic
ἀρτεμία: ἡ, αβλάβεια, ασφάλεια, υγεία, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτεμία: ἡ безупречное здоровье Anth.