ἀτάρβακτος

From LSJ
Revision as of 10:51, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτάρβακτος Medium diacritics: ἀτάρβακτος Low diacritics: ατάρβακτος Capitals: ΑΤΑΡΒΑΚΤΟΣ
Transliteration A: atárbaktos Transliteration B: atarbaktos Transliteration C: atarvaktos Beta Code: a)ta/rbaktos

English (LSJ)

ον, unaffrighted, γνώμα Pi.P.4.84; γυνά B.5.139; cf. ἀτάρμυκτος.

German (Pape)

[Seite 383] γνώμη Pind. P. 4, 84, furchtlos, seit Böckh im Text. Vgl. ἀτάρμυκτος.

English (Slater)

ᾰτάρβακτος, -ον
   1 intrepid, dauntless γνώμας ἀταρβάκτοιο (P. 4.84)

Spanish (DGE)

-ον
que no tiembla, intrépido, firme γυνά B.5.139, γνώμα Pi.P.4.84.
• Etimología: v. τάρβος, ταρβέω.

Greek Monolingual

ἀτάρβακτος, -ον (Α)
ατρόμητος, αφόβητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + ταρβώ (-έω) «φοβάμαι, τρομάζω». Ο σχηματισμός του τ. ατάρβακτος πιθ. αναλογικά προς το ατάρμυκτος ].

Russian (Dvoretsky)

ἀτάρβακτος: Pind. = ἀτάρβητος.

Frisk Etymological English

See also: τάρβος

Frisk Etymology German

ἀτάρβακτος: {atárbaktos}
Meaning: unerschrocken (Pi., B.).
Etymology: Privatives Verbaladjektiv von einem unbelegten *ταρβάσσω oder *ταρβάζω, zu τάρβος, ταρβέω (s. d.), sofern nicht einfach eine expressive Umbildung von ἀταρβής, ἀτάρβητος. — Vgl. ἀτάρμυκτος (Euph., Nik.) von ταρμύσσω erschrecken (Lyk.), s. d.
Page 1,176