ἡμίβρωτος
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ον, half-eaten, X.An.1.9.26, Axionic.8.2, Nic.Th.919, etc.
German (Pape)
[Seite 1167] dasselbe; Xen. An. 1, 9, 26; Axion. Ath. III, 95 a; Nic. Th. 919 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίβρωτος: κατὰ τὸ ἥμισυ βεβρωμένος, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 26, Ἀξιόνικ. Χαλκ. 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à moitié mangé.
Étymologie: ἡμι-, βιβρώσκω.
Greek Monolingual
ἡμίβρωτος, -ον (Α)
φαγωμένος κατά το ήμισυ, μισοφαγωμένος («χῆνας ἡμιβρώτους ἔπεμπε», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -βρωτός (< βιβρώ-κω), πρβλ. ορνεόβρωτος, φθειρόβρωτος].
Greek Monotonic
ἡμίβρωτος: μισοφαγωμένος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἡμίβρωτος: наполовину съеденный (χήν Xen.).
Middle Liddell
half-eaten, Xen.