ἱμαντοπέδη
From LSJ
Ὀργὴ δὲ πολλὰ δρᾶν ἀναγκάζει κακά → Ad prava saepe impellit iracundia → Es zwingt der Zorn dazu, viel Hässliches zu tun
English (LSJ)
ἡ, leather noose, of a polypus' leg, AP9.94 (Isid. Aeg.).
German (Pape)
[Seite 1252] ἡ, Schlinge von Riemen, Isid. ep. 1 (IX, 94).
Greek (Liddell-Scott)
ἱμαντοπέδη: ἡ ἱμάντινος δεσμός, παγίς· ἐπὶ τῶν πλοκάμων τοῦ πολυποδος, Ἀνθ. Π. 9. 94.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
entrave faite d’une courroie (de cuir).
Étymologie: ἱμάς, πέδη.
Greek Monolingual
ἱμαντοπέδη, ἡ (Α)
(για τα πλοκάμια του πολύποδα) ιμάντινος δεσμός, σφιχτό δέσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + πέδη «δεσμός»].
Greek Monotonic
ἱμαντοπέδη: ἡ, ιμάντινος δεσμός, παγίδα, λέγεται για τα πλοκάμια του χταποδιού, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἱμαντοπέδη: (ῐμ) ἡ ременная петля, крепкие путы Anth.