ὀξυλάλος

From LSJ
Revision as of 10:57, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠλάλος Medium diacritics: ὀξυλάλος Low diacritics: οξυλάλος Capitals: ΟΞΥΛΑΛΟΣ
Transliteration A: oxylálos Transliteration B: oxylalos Transliteration C: oksylalos Beta Code: o)cula/los

English (LSJ)

[ᾰ], ον, glib of tongue, Ar. Ra.815 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠλάλος: [ᾰ], -ον, ὀξέως, ταχέως λαλῶν, λάλος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 815.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui bavarde vivement.
Étymologie: ὀξύς, λαλέω.

Greek Monolingual

ὀξυλάλος, -ον (Α)
1. αυτός που μιλά γρήγορα, φλύαρος
2. ετοιμόλογος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + λάλος «ομιλητικός, φλύαρος» (πρβλ. ηδυ-λάλος)].

Greek Monotonic

ὀξῠλάλος: [ᾰ], -ον, αυτός που μιλάει με ταχύτητα, πολυλογάς, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ὀξῠ-λᾰ́λος, ον,
glib of tongue, Ar.