ὑπαφίσταμαι

From LSJ
Revision as of 11:05, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπαφίσταμαι Medium diacritics: ὑπαφίσταμαι Low diacritics: υπαφίσταμαι Capitals: ΥΠΑΦΙΣΤΑΜΑΙ
Transliteration A: hypaphístamai Transliteration B: hypaphistamai Transliteration C: ypafistamai Beta Code: u(pafi/stamai

English (LSJ)

step back, withdraw, Antipho4.4.1; μικρὸν ὑπαποστήσομαι Men.Sam.153; ἐξ Ἀθηνέων Thalesap.D.L.1.44; τῆς ὁδοῦ ἀλλήλοις Ael.NA2.25.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαφίσταμαι: Παθ. μετ’ ἀόρ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ.· - ἀφίσταμαι κατὰ μικρόν, ἀποσύρομαι, Ἀντιφῶν 128. 9· ἐξ Ἀθηνέων Θαλῆς παρὰ Διογ. Λ. 1. 44· τῆς ὁδοῦ ἀλλήλοις Αἰλ. π. Ζ. 2. 25.

French (Bailly abrégé)

ao.2 ὑπαπέστην, etc.
s'éloigner peu à peu.
Étymologie: ὑπό, ἀφίσταμαι.

Greek Monolingual

Α
αποχωρώ, αποσύρομαι βαθμιαία («πεφεισμένως ἀλλήλοις ὑπαφίστανται τῆς ὁδοῦ», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἀφίσταμαι «απομακρύνομαι, αποχωρώ»].

Greek Monotonic

ὑπαφίσταμαι: Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., οπισθοχωρώ αργά, αποσύρομαι, σε Αντιφ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπαφίσταμαι: (aor. 2 ὑπαπέστην) уходить, удаляться (ἐξ Ἀθηνῶν Thales ap. Diog. L.).

Middle Liddell


Pass., with aor2 and perf. act., to step back slowly, to withdraw, Antipho.