ὑποφθονέω

From LSJ
Revision as of 11:09, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποφθονέω Medium diacritics: ὑποφθονέω Low diacritics: υποφθονέω Capitals: ΥΠΟΦΘΟΝΕΩ
Transliteration A: hypophthonéō Transliteration B: hypophthoneō Transliteration C: ypofthoneo Beta Code: u(pofqone/w

English (LSJ)

feel secret envy at, τινι X.HG3.2.13; Κυαξάρης, ὅτι ἐκεῖνοι ἦρχον τοῦ λόγου, ὥσπερ ὑπεφθόνει (v.l. ὑπό τι ἐφθόνει) Id.Cyr. 4.1.13.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφθονέω: αἰσθάνομαι κρύφιον φθόνον πρός τινα, ὑπεφθόνει τῆς στρατηγίας τῷ Τισσαφέρνει Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 13· Κυαξάρης, ὅτι ἐκεῖνοι ἦρχον τοῦ λόγου, ὥσπερ ὑπεφθόνει (ἕτεροι ὑπό τι ἐφθόνει) ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 4. 1, 13.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être un peu ou secrètement jaloux de, τινι.
Étymologie: ὑπόφθονος.

Greek Monotonic

ὑποφθονέω: μέλ. -ήσω, αισθάνομαι κρυφή ζήλια για κάποιον, τινί, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὑποφθονέω: немного или втайне завидовать: ὑ. τινί τινις Xen. завидовать кому-л. в чем-л.

Middle Liddell

fut. ήσω
to feel secret envy at, τινί Xen.