Φρύγιος

From LSJ
Revision as of 15:36, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Φρῠ́γιος Medium diacritics: Φρύγιος Low diacritics: Φρύγιος Capitals: ΦΡΥΓΙΟΣ
Transliteration A: Phrýgios Transliteration B: Phrygios Transliteration C: Frygios Beta Code: *fru/gios

English (LSJ)

[ῠ], α, ον, also ος, ον Luc.Harm.1: (Φρύξ):—A Phrygian, δι' αἴας . . Φρυγίας A.Supp.548 (lyr.), etc.; δείματα Φρυγία the terrors of the Phrygian goddess, E.El.457 (lyr.). 2 Φρύγιοι νόμοι, Φρύγια μέλεα, Phrygian music, especially of music played on the flute, said to have been invented by Marsyas, E.Or.1426 (lyr.), Tr.545 (lyr.); Φ. αὐλοί Id.Ba.127 (lyr.): πᾶσα βακχεία . . μάλιστα . . ἐστὶν ἐν τοῖς αὐλοῖς . . · ὁ διθύραμβος ὁμολογουμένως δοκεῖ εἶναι Φ. Arist.Pol.1342b7; τῆς Φρυγίον [ἁρμονίας] τὸ ἔνθεον Luc. l.c.; Φ. διὰ πασῶν εἶδος, Φρύγιος τόνος, Φρύγιος τρόπος, Phrygian scale, Cleonid.Harm.9,12, Alyp.Diat.7,al. II Φρυγία λίθος, an aluminous kind of pumice stone, used by dyers, Dsc.5.123.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
de Phrygie, phrygien.
Étymologie: Φρύξ.

Greek Monotonic

Φρύγιος: [ῠ], -α, -ον και -ος, -ον (Φρύξ
1. Φρύγιος, Φρυγικός, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τη Φρυγία, σε Ευρ.
2. Φρύγιοι νόμοι, μέλη, Φρυγική μουσική, δηλ. μουσική που παίζεται με αυλό, αγριότερη από τη μουσική με λύρα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

Φρύγιος: и 2 (ῠ) фригийский (αἶα Aesch.; μέλη Eur.; ἁρμονία Luc.): Φρύγια δείματα Eur. страшные символы фригийского культа.

Greek Monolingual

-α, -ο / φρύγιος, -ία, -ον, ΝΜΑ Φρυγία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Φρυγία ή στους Φρύγες
νεοελλ.
φρ. «φρύγιος τρόπος»
μουσ. ένας από τους τρεις θεμελιώδεις τρόπους της αρχαίας μουσικής
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ φρύγιον
(ενν. ἔδαφος) το έδαφος, η χώρα της Φρυγίας
2. φρ. α) «φρύγια μέλεα»
μουσ. ζωηρά μουσικά μέλη που παίζονταν με τη συνοδεία αυλού κατά τη λατρεία της Κυβέλης
β) «φρύγιος πῖλος» — ο φρυγικός πίλος
γ) «φρύγιος λίθος» — είδος στυπτικής ελαφρόπετρας, που χρησιμοποιούσαν οι βαφείς.

English (Slater)

Phrygian Φρυγίας κοσμήτορα μάχας (? sc. Ὅμηρον) ?fr. 347.