κρυόεις

From LSJ
Revision as of 11:30, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")

πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται → death is a debt which every one of us must pay

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῠόεις Medium diacritics: κρυόεις Low diacritics: κρυόεις Capitals: ΚΡΥΟΕΙΣ
Transliteration A: kryóeis Transliteration B: kryoeis Transliteration C: kryoeis Beta Code: kruo/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, chilling, in metaph. sense, φόβου κρυόεντος Il.9.2; κρυόεσσα Ἰωκή 5.740; ἐν πολέμῳ κρυόεντι Hes. Th.936; συντυχία Pi.I.1.37: later in lit. sense, icy-cold, ἅλς, πάγος, A.R.1.918, AP6.221 (Leon.); Τάρταρος Orph.Fr.222; of Saturn, Cat.Cod.Astr.1.172; cf. ὀκρυόεις.

German (Pape)

[Seite 1515] εσσα, εν, poet. = κρυερός; φόβος Il. 9, 2; ἰωκή 5, 740; πόλεμος Hes. Th. 936; sp. D., πάγος Leon. Al. 12 (VI, 221).

Greek (Liddell-Scott)

κρυόεις: εσσα, εν, = κρυερός, παγερός, ψυχρός, φόβου κρυόεντος Ἰλ. Ι. 2· κρυόεσσα ἰωκὴ Ε. 740· ἐν πολέμῳ κρυόεντι Ἡσ. Θ. 936· συντυχία Πινδ. Ι. 1. 54· ― ἐν κυριολεκτικῇ σημασίᾳ, ψυχρὸς ὡς πάγος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 918, Ἀνθ. Π. 221. Πρβλ. ὀκρυόεις.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
qui glace d'effroi.
Étymologie: κρύος.

English (Autenrieth)

κρυερός. (Il.)

English (Slater)

κρῠόεις chilling met. ἦλθε δέ οἱ κρυόεν πυκινῷ μάντευμα θυμῷ (P. 4.73) νιν ἐρειδόμενον ναυαγίαις ἐξ ἀμετρήτας ἁλὸς ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ (I. 1.37)

Greek Monolingual

κρυόεις, -εσσα, -εν (Α)
(κυριολ. και μτφ.) κρύος, ψυχρός σαν πάγος, παγερός (α. «κρυόεσσαν ἅλα», Απολλ. Ρόδ.
β. «φόβου κρυόεντος ἑταίρη», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύος (ΙΙ) + κατάλ. -όεις (πρβλ. ασπιδόεις, ροδόεις)].

Greek Monotonic

κρυόεις: -εσσα, -εν 1. = κρυερός, παγερός, ψυχρός, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
2. παγετώδης, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κρυόεις: όεσσα, όεν
1) холодный, ледяной (πάγος Anth.);
2) леденящий, пронизывающий ужасом (φόβος Hom.; πόλεμος Hes.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρυόεις -εσσα -εν [κρύος] ijskoud:. φεύγων... κρυόεντα πάγον de ijskoude vorst ontvluchtend AP 6.221.2. overdr. ijselijk, huiveringwekkend:. ἐν πολέμῳ κρυόεντι in de huiveringwekkende oorlog Hes. Th. 936.

Middle Liddell

κρυόεις, εσσα, εν = κρυερός
1. chilling, Il., Hes.
2. icy-cold, Anth.