πᾳ
From LSJ
Πένης ὑπάρχων μὴ φρόνει τὰ πλουσίων → In paupertate spiritus fuge divitum → Als Armer pflege nicht der Reichen Denkungsart
English (LSJ)
Doric for πῃ, anywhere, anyhow, Ar. Lys. 155.
English (Slater)
πᾳ somehow ἐμὲ δ' ὦν πᾳ θυμὸς ὀτρύνει φάμεν (byz.: πα, πᾶ codd.: καὶ Schr.) (O. 3.38) [εἰρήσεταί πᾳ κἀν βραχίστοις (Tricl.: πα κ' ἐν, που κἐν codd.: που κἀν Heyne) (I. 6.59) ] [οὔ πα φυκτόν (v.l., Theon: παρφυκτόν codd. vulgo) (P. 12.30) ]