ἀμπλάκιον

From LSJ
Revision as of 11:40, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμπλᾰκιον Medium diacritics: ἀμπλάκιον Low diacritics: αμπλάκιον Capitals: ΑΜΠΛΑΚΙΟΝ
Transliteration A: amplákion Transliteration B: amplakion Transliteration C: amplakion Beta Code: a)mpla/kion

English (LSJ)

τό, = ἀμπλακία, Pi.P.11.26.

German (Pape)

[Seite 129] τό, dass., Pind. P. 11, 26.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπλάκιον: τό, = ἀμπλακία Πίνδ. Π. 11. 41: πρβλ. ἁμάρτιον.

English (Slater)

ἀμπλᾰκιον sin, fault τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀμπλάκιον καλύψαι τ' ἀμάχανον (P. 11.26)

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
falta, pecado τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀ. Pi.P.11.26.

Greek Monolingual

ἀμπλάκιον, το (Α)
το αμπλάκημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμπλακεῖν (απαρ. αορ. β' του μτγν. ἀμπλακίσκω)].

Greek Monotonic

ἀμπλάκιον: τό, = ἀμπλακία, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμπλάκιον: τό Pind. = ἀμπλακία.