αἰπόλος

From LSJ
Revision as of 16:10, 4 September 2022 by Spiros (talk | contribs)

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172

Middle Liddell

αἰπόλος is for αἰγοπόλος, from αἴξ, πολέω, a goatherd, goatherder, Od., etc.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chevrier.
Étymologie: αἴξ, πολέω.

Spanish (DGE)

v. ἀείπολος.
-ου, ὁ
• Alolema(s): αἴπολος Prou.Bodl.610
1 cabrero c. gen. αἰγῶν αἰπόλοι ἄνδρες Il.2.474, Μελάνθιος Od.17.247, 369, cf. IG 13.974 (VI/V a.C.), más frec. sin gen. Il.4.275, Pl.Lg.639a, Theoc.5.110, PSI 380.8 (III a.C.), PLond.2011.3 (III a.C.), Plb.5.76.3, LXX Am.7.14, Luc.Sacr.12, Philostr.VA 2.5, Men.Epit.157, Nonn.D.1.474, 2.3
οἱ Αἰπόλοι = Los Cabreros tít. de una comedia de Alexis, Alex.8 (= Zen.6.11, donde se atribuye a Alejandro).
2 hermafrodita αἰ. ὁ ἑρμαφρόδιτος ὑπὸ Σινωπέων οὕτω καλεῖται Phot.α 636.
• Etimología: Compuesto de αἰγ- (cf. αἴξ) y de -πόλος (cf. πέλω).

Russian (Dvoretsky)

αἰπόλος: дор. (in crasi) ᾡπόλος ὁ козопас Hom., Plat., Theocr., Men., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

αἰπόλος: ὁ, βοσκὸς αἰγῶν, αἰπόλος αἰγῶν, Ὀδ. Υ. 173· πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 639Α: ἐν Ἡροδ. 2. 46· ἀντὶ τοῦ οἱ αἰπόλοι, ὁ Schäfer διώρθωσεν οἱ κόλοι (τράγοι), πρβλ. Θεόκρ. 8. 51· (τὸ αἰ-πόλος, σαφῶς παράγεται ἐκ τοῦ αἰγο-πόλος, πρβλ. θαλαμηπόλος, θεηπόλος, μουσοπόλος· ἐκ √ΠΕΛ, √ΠΟΛ, αἱ ὁποῖαι φαίνονται ἐν τοῖς πέλομαι, πολέω, πολεύω, ἀναπολεύω, ἀμφίπολος καὶ συμφωνοῦσι κατὰ τὸ σημαινόμενον πρὸς τὰ Λατ. versari, colere. Εἶναι πιθανὸν ὅτι αἱ √ΠΟΛ καὶ √ΚΟΛ διαφέρουσιν ἁπλῶς κατὰ τύπον, πρβλ. στοιχεῖον Π π. ΙΙ, ὥστε τὸ βουκόλος = βουπόλος, καὶ τὸ αἰπόλος = αἰκόλος).

Greek Monotonic

αἰπόλος: ὁ, γιδοβοσκός, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. (αἰ-πόλος αντί αἰγοπόλος από τα αἴξ, πολέω).

English (Autenrieth)

(αἴξ, πέλομαι): goat-herd, herder.

Frisk Etymological English

See also: αἴξ

Frisk Etymology German

αἰπόλος: {aipólos}
Grammar: m.
Meaning: ‘(Ziegen)hirt’ (seit Od.),
Derivative: Ableitungen: αἰπολέω (nur Präsensstamm) ‘(Ziegen) weiden’ (A., Lys., Theok. u. a.); αἰπόλια n. pl. (-ιον sg.) ‘(Ziegen)herde(n)’ (Il. usw.); αἰπολικός (Theok. u. a.).
Etymology : aus *αἰγπόλος. — Wie βουκόλος (s. d.) ist αἰ(γ)-πόλος ein sog. synthetisches Kompositum, dessen Hinterglied zu πέλω, πέλομαι, lat. colo usw. gehört. De Saussure MSL 6, 161f. Weitere Lit. bei Bq. Abzulehnen Pedersen KZ 36, 88 und Lagercrantz Mélanges Boisacq 2, 59 (zu lat. ōpilio usw.). Über den Wegfall von -γ s. Schwyzer 398. — Die Hesychglosse αἰπόλος· κάπηλος παρὰ Κυπρίοις beruht nach Leumann Hom. Wörter 271f. auf willkürlicher Deutung von ρ 249f.
Page 1,43

Translations

Aromanian: cãprar, cãpraru, cãprarã; Basque: ahuntzain; Catalan: cabrer, cabrera; Dutch: geitenhoeder; English: goatherd, goatherder; Esperanto: kapristo, kapristino; Finnish: vuohipaimen; French: chevrier, chevrière; Friulian: cjavrâr, čhavrâr; German: Ziegenhirt, Ziegenhirte, Ziegenhirtin; Greek: γιδοβοσκός, αιπόλος, αιγοβοσκός, γιδάρης, γιδάς, κατσικάς, κατσικάρης; Ancient Greek: αἰπόλος, αἴπολος, αἰγοπόλος, αἰγελάτης, αἰγινόμος, αἰγονόμος, αἰγονομεύς, αἰγοβοσκός, αἰγινομεύς, αἰγιάριος, Αἰγικορεύς; Hindi: गड़ेरिया, गड़रिया; Italian: capraio, capraia; Latin: caprarius, capraria; Macedonian: козар; Occitan: cabrièr; Persian: بزبان‎; Polish: koziarz, koziarka, pastuch kóz, pastuszka kóz, pasterz kóz, pasterka kóz; Portuguese: cabreiro, cabreira; Romanian: căprar, păstor; Russian: козопас; Sardinian: crabarzu, cabràrgiu, cabraxu, crabàgiu, crabalzu, crapàlgiu, crapaju, craparzu; Serbo-Croatian: kozar; Sicilian: craparu, capraru; Spanish: cabrero, cabrera; Swedish: getherde; Turkish: çoban; Venetian: caorèro