κηλώνειον

From LSJ
Revision as of 10:07, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηλώνειον Medium diacritics: κηλώνειον Low diacritics: κηλώνειον Capitals: ΚΗΛΩΝΕΙΟΝ
Transliteration A: kēlṓneion Transliteration B: kēlōneion Transliteration C: kiloneion Beta Code: khlw/neion

English (LSJ)

Ion. κηλωνήϊον, τό, = κήλων (swipe, swing-beam, he-ass, stallion) I, Hdt. 1.193, 6.119, Ar. Fr. 679, Arist. Mech. 857a34, Aen.Tact. 39.7, PCair. Zen. 155 (iii BC), Gal. UP 7.7 ; — written κηλώνιον, Apollod. Poliorc. 162.8, al.

German (Pape)

[Seite 1431] τό, ion. κηλωνήϊον, Brunnenschwengel am Ziehbrunnen; ἀντλέεται κηλωνηΐῳ Her. 9, 119; Ar. frg. 554. S. κηλώνιον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
machine pour tirer de l'eau, pompe.
Étymologie: DELG κήλων.

Greek Monolingual

το (Α κηλώνειον και κηλώνιον και ιων. τ. κηλωνήϊον)
το ξύλινο δοκάρι με το οποίο ανασύρεται ο κάδος με το νερό από τα πηγάδια, κν. γεράνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήλων + κατάλ. -ειον (πρβλ. σκαμών-ειον, χελών-ειον)].

Russian (Dvoretsky)

κηλώνειον: ион. κηλωνήϊον, v.l. κηλώνιον τό колодезный журавль Her., Arph., Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κηλώνειον -ου, τό, Ion. κηλωνήιον [κήλων: zwengel] pompzwengel (om water te putten).