καθευρίσκω
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
discover, Luc.Ocyp.68:—Pass., καθευρέθη κοσμοῦσα she was found in the act of adorning... S.Ant.395 (prob. f.l. for καθῃρέθη she was caught).
German (Pape)
[Seite 1283] (s. εὑρίσκω), auffinden; καθευρέθη τάφον κοσμοῦσα, sie wurde dabei ertappt, Soph. Ant. 391; Luc. Ocyp. 68.
Greek (Liddell-Scott)
καθευρίσκω: εὑρίσκω, ποῖ ποῖ καθεύρω κλεινὸν Ὠκύπουν φίλοι... Λουκ. Ὠκύπους 68· - Παθ. καθευρέθη κοσμοῦσα, κατελήφθη ἐν τῇ πράξει ἐνῷ ἐκόσμει.., Σοφ. Ἀντ. 395· ἀλλ’ ὁ Nauck ἔχει διορθώσει καθῃρέθη, καὶ τὴν γραφὴν ταύτην παρεδέξατο καὶ ὁ Jebb, ἴδε σημ. αὐτοῦ ἐν τόπῳ, ἴδε καὶ Class. Journal XVII. 58. Ἴδε τὸ ρῆμα καθαιρέω ΙΙΙ.
French (Bailly abrégé)
découvrir ; Pass. καθευρέθη τάφον κοσμοῦσα SOPH on l'a trouvée préparant la sépulture.
Étymologie: κατά, εὑρίσκω.
Greek Monolingual
καθευρίσκω (AM)
μσν.
μέσ. καθευρίσκομαι
παρευρίσκομαι
αρχ.
1. βρίσκω, ανακαλύπτω («ποῖ ποῖ καθεύρω κλεινὸν Ὠκύπουν φίλοι», Λουκιαν.)
2. παθ. καθευρίσκομαι
καταλαμβάνομαι, συλλαμβάνομαι την ώρα που διαπράττω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + εὑρίσκω.
Greek Monotonic
καθευρίσκω: μέλ. -ευρήσω, βρίσκω, ανακαλύπτω, σε Λουκ. — Παθ., καθευρέθη κοσμοῦσα, βρέθηκε την ώρα που στόλιζε, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθευρίσκω: находить, обнаруживать (τινά Luc.): καθευρέθη τάφον κοσμοῦσα Soph. (Антигона) была застигнута за приготовлением могилы (своему брату) (v.l. καθῃρέθη была схвачена, от καθαιρέω).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθ-ευρίσκω ontdekken.
Middle Liddell
fut. -ευρήσω
to discover, Luc.:—Pass., καθευρέθη κοσμοῦσα she was found in the act of adorning, Soph.