κυλίστρα

From LSJ
Revision as of 10:25, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠλίστρα Medium diacritics: κυλίστρα Low diacritics: κυλίστρα Capitals: ΚΥΛΙΣΤΡΑ
Transliteration A: kylístra Transliteration B: kylistra Transliteration C: kylistra Beta Code: kuli/stra

English (LSJ)

ἡ, place for horses to roll in, Poll.1.183, Hippiatr. 5, Sch.Ar.Ra.935; cf. καλίστρα.

Greek (Liddell-Scott)

κῠλίστρα: ἡ, τόπος ἐν ᾧ ἵπποι κυλίονται, Ξεν. Ἱππ. 5, 3, Ἱππιατρ. 27. 25, Πολυδ. Α΄, 183· πρβλ. κονίστρα.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
lieu où les chevaux se roulent dans la poussière ou sur l'herbe.
Étymologie: κυλίνδω.

Greek Monolingual

η (AM κυλίστρα) κυλίνδω
ειδικό μέρος όπου κυλιούνται τα άλογα και γενικά τα ζώα
νεοελλ.
επικλινής και λεία φυσική ή τεχνητή επιφάνεια, στην οποία κατολισθαίνουν τα παιδιά παίζοντας, τσουλίστρα, τσουλήθρα
αρχ.
κονίστρα παλαίστρας.

Greek Monotonic

κῠλίστρα: ἡ, χώρος για κύλισμα αλόγων, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κῠλίστρα:место, где катаются по земле лошади Xen.

Middle Liddell

κῠλίστρα, ἡ,
a place for horses to roll in, Xen.