περικλίνω

From LSJ
Revision as of 10:25, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικλίνω Medium diacritics: περικλίνω Low diacritics: περικλίνω Capitals: ΠΕΡΙΚΛΙΝΩ
Transliteration A: periklínō Transliteration B: periklinō Transliteration C: periklino Beta Code: perikli/nw

English (LSJ)

[ῑ], A decline, of the sun, Posidon.28 J.:—Pass., lean upon, περικλινθεῖσα τιθήνῃ παρθένος Nonn. D.35.14. II Pass., to be deflected, distorted, Phld.Rh.1.157 S. III dub.sens. in IG5(2).437.5 (Megalop., ii B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

περικλίνω: ἀποκλίνω, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Στράβ. 103· - Μέσ., π. πρὸς τὸ δοκοῦν Γρηγ. Νύσσ.

French (Bailly abrégé)

incliner à l'horizon, être dans son déclin.
Étymologie: περί, κλίνω.

Greek Monolingual

Α
1. κλίνω γύρω από κάτι, ολόγυρα
2. (για τον Ήλιο) αποκλίνω
3. εκκλίνω
4. πιθ. αποφεύγω, παρεκκλίνω
5. παθ. περικλίνομαι
α) έχω απομακρυνθεί από το ορθό, δηλ. έχω διαστρεβλωθεί
β) μτφ. στηρίζομαι, ακουμπώ.

Greek Monotonic

περικλίνω: μέλ. -κλῐνῶ, γέρνω, έχω κλίση, λέγεται για τον ήλιο, σε Στράβ.

Middle Liddell

fut. -κλῐνῶ
to decline, of the sun, Strab.