περικλίνω
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (LSJ)
[ῑ],
A decline, of the sun, Posidon.28 J.:—Pass., lean upon, περικλινθεῖσα τιθήνῃ παρθένος Nonn. D.35.14.
II Pass., to be deflected, distorted, Phld.Rh.1.157 S.
III dub.sens. in IG5(2).437.5 (Megalop., ii B.C.).
French (Bailly abrégé)
incliner à l'horizon, être dans son déclin.
Étymologie: περί, κλίνω.
Greek (Liddell-Scott)
περικλίνω: ἀποκλίνω, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Στράβ. 103· - Μέσ., π. πρὸς τὸ δοκοῦν Γρηγ. Νύσσ.
Greek Monolingual
Α
1. κλίνω γύρω από κάτι, ολόγυρα
2. (για τον Ήλιο) αποκλίνω
3. εκκλίνω
4. πιθ. αποφεύγω, παρεκκλίνω
5. παθ. περικλίνομαι
α) έχω απομακρυνθεί από το ορθό, δηλ. έχω διαστρεβλωθεί
β) μτφ. στηρίζομαι, ακουμπώ.
Greek Monotonic
περικλίνω: μέλ. -κλῐνῶ, γέρνω, έχω κλίση, λέγεται για τον ήλιο, σε Στράβ.
Middle Liddell
fut. -κλῐνῶ
to decline, of the sun, Strab.