θριγκίον
From LSJ
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
English (LSJ)
τό, Dim. of sq., Luc.Gall.22, App.Mith.71, Just.Nov. 133.1.
German (Pape)
[Seite 1218] τό, dim. vom Folgdn, Luc. Gall. 22 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θριγκίον: τό, ὑποκοριστ. τοῦ ἑπομ., Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 22, Ἀππ. Μιθρ. 71.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de θριγκός.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
θριγκίον: τό, υποκορ. του επομ., σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
θριγκίον: τό ограда, стена (ὑπερβὰς τὸ θ. Luc.).