χαλαρότης
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
ητος, ἡ, slackness, looseness, X.Eq.9.9, 10.13,16, Gal.18(2).87.
German (Pape)
[Seite 1326] ητος, ἡ, Erschlaffung, schlaffe od. lose Haltung, Xen. Equ. 10, 13 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰλᾰρότης: -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, Ξεν. Ἱππ. 9. 9., 10, 13 καὶ 16.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
relâchement de la bride d'un cheval.
Étymologie: χαλαρός.
Greek Monotonic
χᾰλᾰρότης: -ητος, ἡ, χαλαρότητα, χαλάρωση, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
χᾰλᾰρότης: ητος ἡ отпускание, ослабление (sc. τοῦ χαλινοῦ Xen.).
Middle Liddell
χᾰλᾰρότης, ητος, ἡ, [from χᾰλᾰρός]
slackness, looseness, Xen.