ἀμφιβληστροειδής

From LSJ
Revision as of 07:09, 23 September 2022 by Spiros (talk | contribs)

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιβληστροειδής Medium diacritics: ἀμφιβληστροειδής Low diacritics: αμφιβληστροειδής Capitals: ΑΜΦΙΒΛΗΣΤΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: amphiblēstroeidḗs Transliteration B: amphiblēstroeidēs Transliteration C: amfivlistroeidis Beta Code: a)mfiblhstroeidh/s

English (LSJ)

ές, net-like, ἀμφιβληστροειδὴς χιτών prob. the retina, Gal. UP8.6, 10.2, cf. Ruf.Onom.153, Poll.2.71.

German (Pape)

[Seite 136] ές, netzartig, Poll. 2, 71.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιβληστροειδής: -ές, = ὅμοιος δικτύῳ, ἀμφ. χιτὼν ἐν τῷ ὀφθαλμῷ, Πολυδ. 2. 71, πρβλ. Greenhill Θεόφ. 159. 6.

Spanish (DGE)

-ές
reticular ἀ. χιτών retina Gal.3.639, cf. 762, Ruf.Onom.153, Poll.2.71.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀμφι βληστροειδής)
1. αρχ. ο όμοιος με αμφίβληστρο, με δίχτυ
2. (Ανατ.) ο χιτώνας του βολβού του ματιού, στον οποίο λαμβάνει χώρα η νευρική διέγερση από το φυσικό φως και αρχίζει η αίσθηση της όρασης. Ο υπόλοιπος βολβός είναι ένα ερειστικό περίβλημα που ρυθμίζει τη θρέψη του ματιού και συλλαμβάνει και εστιάζει εικόνες, προσαρμόζοντας τον φακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφίβληστρον + -ειδής < εἶδος.