συγχρονισμός

From LSJ
Revision as of 19:37, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγχρονισμός Medium diacritics: συγχρονισμός Low diacritics: συγχρονισμός Capitals: ΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: synchronismós Transliteration B: synchronismos Transliteration C: sygchronismos Beta Code: sugxronismo/s

English (LSJ)

ὁ, agreement of time, Gell.17.21.1 (pl.).

German (Pape)

[Seite 972] ὁ, Gleichzeitigkeit, Übereinstimmung der Zeit, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγχρονισμός: ὁ, τὸ σύγχρονον εἶναι ἢ συγχρονίζειν, Α. Gell. 17. 21.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ συγχρονίζω
σύμπτωση ενεργειών ή συμβάντων ως προς τον χρόνο, χρονικός συντονισμόςσυγχρονισμός κινήσεων»)
νεοελλ.
1. το να είναι ή να γίνεται κάτι σύμφωνο προς τις σύγχρονες αντιλήψεις, εκσυγχρονισμός
2. (ραδιοτεχν.) η ρύθμιση μιας ομάδας πομπών οι οποίοι μετέχουν στο ίδιο δίκτυο εκπομπής έτσι ώστε οι συχνότητες και οι φάσεις τους να συμπίπτουν ακριβώς
3. (ηλεκτρον.) η απόλυτη χρονική σύμπτωση ανάμεσα στην ανάλυση κατά την εκπομπή και στην ανασύνθεση της τηλεοπτικής εικόνας κατά τη λήψη.