συμπαθητικός

From LSJ
Revision as of 19:40, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472

Greek (Liddell-Scott)

συμπαθητικός: -ή, -όν, = συμπαθής, Ἀνδρ. Κρήτ. σ. 224· τὸ συμπαθ. Ἀθαν. τ. 2, σ. 311, κλπ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συμπαθητικός, -ή, -όν, ΝΜ, θηλ. και συμπαθητικιά Ν
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) αυτός που συγκεντρώνει τη συμπάθεια, συμπαθής («συμπαθητική κοπέλα»)
2. (για πράγμ.) αυτός που προκαλεί συμπάθεια, ενδιαφέρον («συμπαθητικό τραγούδι»)
3. φρ. α) «συμπαθητικό νευρικό σύστημα»
(ανατ.-φυσιολ.) τμήμα του αυτόνομου νευρικού συστήματος, του οποίου οι προγαγγλιακές ίνες εκπορεύονται από τη θωρακική μοίρα και τα τρία πρώτα μυελοτόμια της οσφυϊκής μοίρας του νωτιαίου μυελού
β) «συμπαθητική μελάνη»
χημ. μελάνη, αφανής κατά τη γραφή, που γίνεται όμως εμφανής με ορισμένη χημική επεξεργασία
γ) «συμπαθητικός χρωματισμός»
βιολ. η ιδιότητα ορισμένων ζώων να προσαρμόζουν τον χρωματισμό τους ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο ζουν
μσν.
αυτός που κατέχεται από τα ίδια με κάποιον άλλο αισθήματα
επίρρ...
συμπαθητικά / συμπαθητικῶς ΝΜ
νεοελλ.
1. με συμπαθητικό τρόπο, με τρόπο που προξενεί συμπάθεια («χορεύει πολύ συμπαθητικά»)
2. με ερωτικό ενδιαφέρον
μσν.
με συμμετοχή στον ξένο πόνο, στην λύπη του άλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπαθῶ. Τη λ. δανείστηκαν και οι ξένες γλώσσες (πρβλ. αγγλ. sympathetic)].