διασυρμός
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
English (LSJ)
ὁ, disparagement, ridicule, Phld.Vit.p.37 J., D.S.14.109, Longin.38.6, Ph.2.571 (pl.), Artem.3.25.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
menosprecio, burla c. gen. obj. τῶν ποιημάτων D.S.14.109, εὐηθείας I.Ap.1.205, abs., Aristo Phil.14.6, Ph.2.571, Artem.3.24, Lyd.Mag.1.41
•ret. ridículo, sátira Aquila 26.20, Alex.Fig.1.26, δ. τῶν ἔξω φιλοσόφων Sátira de los filósofos paganos Herm.Irris.tít., como figura con la que se exagera lo intrascendente o se minimiza lo importante, Longin.38.6, Tib.Fig.44, Isid.Etym.2.21.42.
German (Pape)
[Seite 604] ὁ, das Durchziehen, Verspotten; τῶν ποιητῶν D. Sic. 14, 109; καὶ κατάγελως, Artemid. 3, 24.
Greek (Liddell-Scott)
διασυρμός: ὁ, περίπαιγμα, περίγελως, Διόδ. 14. 109, κτλ.· ἰδίως, σχῆμα τοῦ λόγου, οὗ παράδειγμα ὑπάρχει παρὰ Δημ. 305. 3 κἑξ.· πρβλ. διασύρω.
Greek Monolingual
ο (AM διασυρμός)
διαπόμπευση, δημόσιος εξευτελισμός
νεοελλ.
δυσφήμηση της τιμής, της υπολήψεως
αρχ.
σχήμα λόγου που εξογκώνει το ασήμαντο —παραβάλλοντάς το με το σημαντικό— για να το γελοιοποιήσει.