διπλασιασμός
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
English (LSJ)
ὁ, A doubling, Antipho Soph.75; τοῦ κύβου Pl.Sis.388e; τοῦ στερεοῦ Plu.2.718f. II Gramm., the Ionic doubling of consonants, as in τόσσος, EM68.47, Eust.73.3, etc. b reduplication, A.D.Synt.323.6. III in Tactics, doubling of front, Ascl. Tact.10.18, etc.; of Numbers, ib.17, etc. IV in Anatomy, cross-action of muscles, Gal.18(2).974. V = δίπλωσις 11, PHolm.1.39.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 duplicación, hecho de duplicar
a) geom. ὁ τοῦ κύβου δ. la duplicación del cubo aporía consistente en construir un cubo que tenga un volumen doble con respecto a un cubo dado, Pl.Sis.388e, Eratosth. en Eutoc.in Sph.Cyl.64, Hero Bel.114, D.L.8.83, Papp.242, Procl.in Euc.213.3, tb. llamado ὁ τοῦ στερεοῦ δ. Plu.2.718e;
b) táct. κατὰ μῆκος ... δ. ἀνδρῶν duplicación del número de hombres en longitud op. κατὰ βάθος ‘en profundidad’, Ascl.Tact.10.17, cf. Arr.Tact.9.4, τόπου ... δ. κατὰ μῆκος duplicación de terreno en longitud op. κατὰ βάθος Ascl.Tact.10.18, 19, Arr.Tact.25.1, 7, Hsch.;
c) otros cont. ἔδωκεν ... διπλᾶ ὅσα ἦν ἔμπροσθεν Ἰωβ εἰς διπλασιασμόν LXX Ib.42.10, τῆς ἀπαγορεύσεως duplicación, repetición de la negación con efectos expresivos, Thdt.M.80.872B.
2 gram. reduplicación A.D.Synt.323.6, Choerob.in Theod.2.77.3
•geminación de consonantes An.Bachm.2.369.10, Sch.D.T.56.5, EM 68.47G., Greg.Cor.463, Eust.73.3
•repetición de palabras, Aps.p.328.
3 mat. multiplicación por dos op. ἡμιολιασμός Antipho Soph.B 75, ἡ δὲ δυὰς ... τῷ διπλασιασμῷ εἰς τὸ πλῆθος τρεπομένη Plu.2.507a, cf. Nicom.Ar.1.8.
4 acción de cruzar los brazos en la espalda, Orib.25.40.8, Gal.18(2).974, v. διπλασμός 3.
Greek (Liddell-Scott)
διπλᾰσιασμός: ὁ, τὸ διπλασιάζειν, τοῦ κύβου Πλάτ. Σισύφ. 388Ε· τοῦ στερεοῦ Πλούτ. 2. 718Ε. ΙΙ. παρὰ Γραμμ. ὁ Ἰων. διπλασιασμὸς τῶν συμφώνων, ὡς ἐν τῷ τόσσος· ὡσαύτως, ὁ ἀναδιπλασιασμός, Εὐστ. 73. 3.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de doubler, doublement.
Étymologie: διπλασιάζω.
Greek Monolingual
ο (AM διπλασιασμός) διπλασιάζω
1. το να διπλασιάζεται κάτι, η αύξηση στο διπλάσιο
2. γραμμ. η επανάληψη συμφώνου
αρχ.
1. γραμμ. αναδιπλασιασμός
2. στρ. η μετατροπή της παρατάξεως από απλούς σε διπλούς στίχους.
Russian (Dvoretsky)
διπλᾰσιασμός: ὁ
1) удвоение (τοῦ κύβου Plat., τοῦ στερεοῦ Plut.);
2) грам. редупликация, удвоение.