δωδεκάδωρος
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ον, twelve palms long, κέρα AP6.96 (Eryc.).
Spanish (DGE)
-ον
de doce palmos de longitud κέρα AP 6.96 (Eryc.), ἅμαξα Sch.Hes.Op.426a.
German (Pape)
[Seite 693] von zwölf Spannen od. Handbreiten, Eryc. 1 (VI, 96).
Greek (Liddell-Scott)
δωδεκάδωρος: -ον, ἔχων μῆκος δώδεκα παλαμῶν, Ἀνθ. Π. 6. 96.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
long, large, haut de douze palmes.
Étymologie: δώδεκα, δῶρον².
Greek Monolingual
δωδεκάδωρος, -ον (Α)
φρ. «κέρα δωδεκάδωρα» — κέρατα μήκους δώδεκα παλαμών.
Greek Monotonic
δωδεκάδωρος: -ον (δῶρον II), αυτός που έχει μήκος ίσο με δώδεκα παλάμες, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δωδεκάδωρος: δῶρον 3] длиной в двенадцать доров (κέρα Anth.).