αὐτόγυος

From LSJ
Revision as of 12:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

τὰ τῆς γενέσεως εὐτελῆ σπάργανα → a mean origin, the cheap swaddling-cloth of his birth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόγῠος Medium diacritics: αὐτόγυος Low diacritics: αυτόγυος Capitals: ΑΥΤΟΓΥΟΣ
Transliteration A: autógyos Transliteration B: autogyos Transliteration C: aftogyos Beta Code: au)to/guos

English (LSJ)

ον, ἄροτρον αὐ. a plough whose γύης is of one piece with the ἔλυμα and ἱστοβοεύς, not fitted together (πηκτόν), Hes.Op.433, A.R.3.232, 1285.

Spanish (DGE)

-ον
cuya cama forma una sola pieza con el timón, ἄροτρον Hes.Op.433, A.R.3.232, 1285.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόγυος: -ον, αὐτόγυον ἄροτρον, «μονόξυλον ἀλέτρι», δοιὰ δὲ θέσθαι ἄροτρα ... αὐτόγυον καὶ πηκτόν, «εἰ μὲν οὖν ἓν ξύλον ᾖ τὸ ὅλον ὁ γύης μέχρι τοῦ ζυγοῦ ἀπὸ τοῦ ἐλύματος, καλεῖται τὸ ἄροτρον αὐτόγιον· ἐὰν δὲ μικρότερος ᾖ τῆς χρείας ὁ γύης, ἐνσφηνοῦται τὸ ἕτερον αὐτῷ ξύλον τὸ συνάπτον αὐτὸν καὶ τὸν ζυγόν, καὶ καλεῖται τὸ μὲν ὅλον πηκτόν, τὸ δὲ ἐνσφηνωθὲν ἱστοβοεύς», (Πρόκλ. Σχόλ.) Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 430, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 232, 1285, ἴδε τὰς λέξεις γύης, ἔλυμα καὶ ἱστοβοεύς.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
(charrue) dont le soc fait corps ou est d'une seule pièce avec le reste, càd avec l'ἔλυμα et l'ἱστοβοεύς.
Étymologie: αὐτός, γύης.

Greek Monolingual

αὐτόγυος, -ον (Α)
(για αλέτρι) μονοκόμματο, από ένα ξύλο φτιαγμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + γύης «κυρτωμένο ξύλο του αρότρου»].

Greek Monotonic

αὐτόγυος: -ον (γύης), λέγεται για το αλέτρι, αυτός που έχει ένα υνί από το άροτρο, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

γύης
of a plough, having the share-beam of one piece with the pole, Hes.