ἀμετάκλητος

From LSJ
Revision as of 12:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμετάκλητος Medium diacritics: ἀμετάκλητος Low diacritics: αμετάκλητος Capitals: ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΟΣ
Transliteration A: ametáklētos Transliteration B: ametaklētos Transliteration C: ametaklitos Beta Code: a)meta/klhtos

English (LSJ)

ον, irrevocable, uncontrollable, ὁρμή Plb.36.15.7; ὀργή Hld.2.10 (v.l. -βλητος).

Spanish (DGE)

-ον
irrecuperable, irrevocable ἡλικίη AP 12.30 (Alc.Mess.), ὁρμή Plb.36.15.7, cf. Hsch.s.u. ἀναφαιρέτων.

German (Pape)

[Seite 122] unwiderruflich; ὁρμή Pol. 37. 2. 7. unaufhaltsam.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετάκλητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μετακαλέσῃ, ἀκατάσχετος, ἀμετάκλητον ὁρμὴν ἔσχεν, ἀκατάσχετον, Πολύβ. 37. 2, 7, Ἡλιόδ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμετάκλητος, -ον) μετακαλῶ
νεοελλ.
αυτός που δεν ανακλήθηκε ή δεν είναι δυνατό να ανακληθεί, ανέκκλητος, οριστικός
αρχ.
αυτός που δεν είναι δυνατό να τον αναστείλει, να τον εμποδίσει κανείς, ακράτητος, ακατάσχετος.

Russian (Dvoretsky)

ἀμετάκλητος: бесповоротный, неудержимый (ὁρμη Polyb.).