ἀμφικεάζω
Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm
English (LSJ)
cleave asunder, in Ep. aor. part. -κεάσσας Od.14.12.
Spanish (DGE)
cortar, hendir, tallar alrededor τὸ μέλαν δρυὸς ἀμφικεάσσας quitando la madera alrededor del negro (corazón) de una encina, Od.14.12.
German (Pape)
[Seite 139] rings spalten, behauen, Od. 14, 12 ἀμφικεάσσας.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφικεάζω: διασχίζω, κόπτω εἰς δύο. Ἐπ. μετοχ. ἀόρ. -κεάσας Ὀδ. Ξ. 12.
French (Bailly abrégé)
part. ao. épq. ἀμφικεάσσας;
fendre tout autour.
Étymologie: ἀμφί, κεάζω.
English (Autenrieth)
split or hew around; τὸ μέλαν δρυὸς ἀμφικεάσσᾶς, Od. 14.12†.
Greek Monolingual
ἀμφικεάζω (Α) κεάζω
σχίζω και από τις δύο πλευρές, περικόπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + κεάζω «σχίζω»].
Greek Monotonic
ἀμφικεάζω: διασχίζω, κόβω στα δυο, Επικ. αόρ. αʹ -κεάσσας, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφικεάζω: обрубать, кругом стесывать (τὸ μέλαν δρυός Hom.).