ἀναπτυχή
Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ: συντεύξομαι περιέργῳ, ἀχαρίστῳ, ὑβριστῇ, δολερῷ, βασκάνῳ, ἀκοινωνήτῳ: πάντα ταῦτα συμβέβηκεν ἐκείνοις παρὰ τὴν ἄγνοιαν τῶν ἀγαθῶν καὶ κακῶν. → When you wake up in the morning, tell yourself: The people I deal with today will be meddling, ungrateful, arrogant, dishonest, jealous, and surly. They are like this because they can't tell good from evil. | Say to yourself in the early morning: I shall meet today inquisitive, ungrateful, violent, treacherous, envious, uncharitable men. All these things have come upon them through ignorance of real good and ill.
English (LSJ)
ἡ, = ἀνάπτυξις, ἰὼ . . αἰθέρος ἀμπτυχαί oh wide expanse of heaven! E.Ion1445; νυκτός τε πηγὰς οὐρανοῦ τ' ἀναπτυχάς S.Fr.956; ἡλίου ἀναπτυχαί the sun's unclouded orb, E.Hipp. 601; ἀ. ἐλεύθεροι (sc. ὀμμάτων) El.868.
Spanish (DGE)
(ἀναπτῠχή) -ῆς, ἡ
• Alolema(s): poét. ἀμπτ- sólo en plu.
1 extensión abierta, inmensidad ἰὼ ἰώ, λαμπρᾶς αἰθέρος ἀμπτυχαί E.Io 1445, οὐρανοῦ S.Fr.956, ἡλίου ... ἀναπτυχαί disco del sol E.Hipp.601.
2 acción de abrir los ojos, mirada ὄμμα τοὐμὸν ἀμπτυχαί τ' ἐλεύθεροι mis miradas se despliegan libremente E.El.868.
German (Pape)
[Seite 204] p. ἀμπτ., ἡ, die Eröffnung, ἡλίου Eur. Hipp. 601, nach Hesych. Aufgang der Sonne, nach Schol. das ausgebreitete Sonnenlicht, ἀκτῖνες. So αἰθέρος Eur. Ion. 1445, der weit geöffnete Raum des Aethers; Soph. οὐρανοῦ ἀναπτυχή frg. 655; aber Eur. El. 863 ὄμμα τοὐμὸν ἀμπτυχαί τ' ἐλεύθεροι, ich kann frei das Auge aufschlagen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπτῠχή: ἡ = ἀνάπτυξις, ἰώ… αἰθέρος ἀμπτυχαί, ὦ ἀχανεῖς ἐκτάσεις τοῦ οὐρανοῦ, Εὐρ. Ἴων 1445· ἀλλ’ ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 655, νυκτός τε πηγὰς οὐρανοῦ τ’ ἀναπτυχὰς σημαίνει τὰς πηγὰς τῆς νυκτὸς καὶ τὸ ἄνοιγμα τοῦ οὐρανοῦ, δηλ. τὴν δύσιν καὶ τὴν ἀνατολήν· ἡλίου ἀναπτυχαί, τοῦ ἡλίου ὁ ἀνέφελος κύκλος, Εὐρ. Ἱππ. 601: ἐν Ἠλέκτρ. 868 ἀμπνοαὶ εἶναι ἡ πιθανὴ γραφή. ― Πρβλ. πτυχή, περιπτυχή.
French (Bailly abrégé)
poét. ἀμπτυχή;
ῆς (ἡ) :
déploiement, expansion ; action de promener ses regards librement ; ἀναπτυχαὶ (ἡλίου) EUR l'œil ouvert du soleil.
Étymologie: ἀναπτύσσω.
Greek Monolingual
ἀναπτυχή, η (Α) (και ποιητ. αμπτυχή)
η ανάπτυξη.
Greek Monotonic
ἀναπτῠχή: ποιητ. ἀμπτῠχή, ἡ, αἰθέρος ἀμπτυχαί, οι αχανείς εκτάσεις του ουρανού, σε Ευρ.· ἡλίου ἀναπτυχαί, η έκταση του ήλιου, στον ίδ.
Middle Liddell
αἰθέρος ἀμπτυχαί, the expanse of heaven, Eur.; ἡλίου ἀναπτυχαί the sun's expanse, Eur.