περιπτυχή

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπτῠχή Medium diacritics: περιπτυχή Low diacritics: περιπτυχή Capitals: ΠΕΡΙΠΤΥΧΗ
Transliteration A: periptychḗ Transliteration B: periptychē Transliteration C: periptychi Beta Code: periptuxh/

English (LSJ)

ἡ,
A that which enfolds, used in plural in poet. periphrasis, τειχέων περιπτυχαί enfolding walls, E.Ph.1357; δόμων Ar.Av.1241 (parody of E.); Ἀχαιῶν ναύλοχοι π. their naval cloak or fence, E.Hec. 1015; πέπλων π. Trag.Adesp.91.
II enfolding, embracing, περιπτυχαῖσι δὴ χέρας προσαρμόσασα E.Supp.815 (lyr.); ἐν ἡλίου περιπτυχαῖς in all that the sun embraces, i.e.all the world, Id.Ion 1516.

German (Pape)

[Seite 589] ἡ, das Umfaltende, Umhüllende, das Umgeben, Bedecken; die Bedeckung, Hülle, τειχέων, Eur. Phoen. 1366; ἐν φαειναῖς ἡλίου περιπτυχαῖς, Ion 1516, öfter; περιπτυχαὶ δόμων, Ar. Av. 1241; πέπλων, Ath. III, 107 e.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 enlacement;
2 enceinte, pourtour.
Étymologie: περιπτύσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιπτυχή -ῆς, ἡ [περιπτύσσω] omheining. omhelzing; ook overdr.: ἐν φαενναῖς ἡλίου περιπτυχαῖς in de stralende omhelzingen van de zon Eur. Ion 1516.

Russian (Dvoretsky)

περιπτῠχή: ἡ преимущ. pl.
1 круг, кольцо (τειχέων Eur.; δόμων Arph.): ναύλοχοι περιπτυχαί Eur. кольцо корабельных стоянок;
2 объятия (περιπτυχαῖσι χέρας προσαρμόσαι Eur.): ἐν φαενναῖς ἡλίου περιπτυχαῖς Eur. в лучезарных объятиях солнца, т. е. всюду, где светит солнце.

Greek (Liddell-Scott)

περιπτῠχή: ἡ, περίβλημα, εὔχρηστον ἐν τῷ πληθ. ἐν ποιητ. περιφράσει, τειχέων περιπτυχαί, «ἐκ τοῦ οἷον περιπτύσσεσθαι καὶ κυκλοῦν τὴν πόλιν» (Σχόλ.), Εὐρ. Φοίν. 1357· δόμων Ἀριστοφ. Ὄρν. 1241 (πιθανῶς κατὰ παρῳδίαν τινὰ τοῦ Εὐρ.)· Ἀχαιῶν ναύλοχοι π., τὸ ναυτικὸν αὐτῶν προπύργιοντεῖχος, Εὐρ. Ἑκ. 1015· πέπλων π. Ποιητὴς παρ’ Ἀθην. 107Ε. ΙΙ. περίπτυξις, ἐναγκαλισμός, περιπτυχαῖσι δὴ χέρας προσαρμόσασα Εὐρ. Ἱκέτ. 815· ἐν ἡλίου περιπτυχαῖς, ἐν πᾶσιν ὅσα ὁ ἥλιος περιπτύσσει, δηλ. ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1516.

Greek Monolingual

ἡ, Α περιπτύσσω
1. περίβλημα, περικάλυμμα
2. περίπτυξη, εναγκαλισμός
3. (στον πληθ. σε ποιητικές φράσεις προκειμένου να δηλωθούν πράγματα που περιβάλλουν κάτι) α) «τειχέων περιπτυχαί» — τα τείχη που περιβάλλουν μια πόλη
β) «ναύλοχοι περιπτυχαί» — ναυτικό προπύργιο, τείχος από πλοία
γ) «ἡλίου περιπτυχαί»
μτφ. όλα όσα αγκαλιάζει ο ήλιος, δηλ. ολόκληρος ο κόσμος, το σύμπαν.

Greek Monotonic

περιπτῠχή: ἡ,
I. κάτι που περιτυλίγει, περίβλημα, τειχέων περιπτυχαὶ, περιπτυσσόμενα τείχη, σε Ευρ.· δόμων, σε Αριστοφ.· Ἀχαιῶν ναύλοχοι περιπτυχή, το ναυτικό τους τείχος ή φράγμα, σε Ευρ.
II. περίπτυξη, εναγκαλισμός, στον ίδ.· ἐνἡλίου περιπτυχαῖς, σε όλα όσα περιπτύσσει, αγκαλιάζει ο ήλιος, δηλ. όλο τον κόσμο, στον ίδ.

Middle Liddell

περι-πτῠχή, ἡ,
I. something which enfolds, τειχέων περιπτυχαί enfolding walls, Eur.; δόμων Ar.; Ἀχαιῶν ναύλοχοι π. their naval cloak or fence, Eur.
II. an enfolding, embracing, Eur.; ἐν ἡλίου περιπτυχαῖς in all that the sun embraces, i. e. all the world, Eur.