ἀντιμετάληψις
English (LSJ)
εως, ἡ, A partaking of the opposite, Plu.2.438d (fort. ἀντίληψις) ; ἀ. τῶν βίων experience of divers kinds of life, ib.466c. 2 double reflex movement, Hehod. ap. Orib.8.28.28,29. 3 Gramm., interchange of forms, A.D.Adv. 155.1.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 cambio, variación τῶν βίων Plu.2.466c
•de formas gramaticales A.D.Adu.155.1.
2 doble movimiento reflejo Gal.19.461, Herophil. en Placit.4.22.
German (Pape)
[Seite 255] ἡ, Abwechselung, Wechsel, τῶνβίων Plut. tranquill. an. 3; Annahme des Entgegengesetzten, Widervergeltung, plac. philos. 4, 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιμετάληψις: -εως, ἡ, ἀνταλλαγή, Πλούτ. 2. 438D· ἀντ. τῶν βίων, ποικίλη μεταλλαγή, αὐτόθι 466Β.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
échange, changement.
Étymologie: ἀντιμεταλαμβάνω.
Greek Monolingual
ἀντιμετάληψις, η (Α)
1. συμμετοχή στο αντίθετο
2. φρ. «αἱ τῶν βίων ἀντιμεταλήψεις» — συνεχείς αλλαγές στον τρόπο ζωής, εμπειρία σε διάφορα είδη ζωής
3. (Γραμμ.) αμοιβαία αλλαγή δύο τύπων.