ἀστεροπητής
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
οῦ, ὁ, lightener, of Zeus, Il.1.580, Hes.Th.390, S.Ph.1198 (dact.).
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
lanzador de relámpagos de Zeus Il.1.580, 609, Hes.Th.390, S.Ph.1198, Orac.Sib.2.16.
German (Pape)
[Seite 375] ὁ, der Blitzeschleuderer, Beiname des Zeus, ἀστεροπητής Versende Iliad. 1, 580. 609. 12, 275, ἀστεροπητῇ Versende 7, 443; Soph. Phil. 1183; voc. ἀστεροπητά Luc. Tim. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστεροπητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀστράπτων, ἐπὶ τοῦ Διός, Ἰλ. Α. 580, Ἡσ. Θ. 390· οὕτω καὶ παρὰ Σοφ. Φ. 1198, ἐν δακτυλικῷ στίχῳ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui lance des éclairs.
Étymologie: ἀστεροπή.
English (Autenrieth)
god of the lightning, epithet of Zeus. (Il.)
Greek Monolingual
ἀστεροπητής, ο (Α) αστεροπή
(για τον Δία) αυτός που αστράφτει.
Greek Monotonic
ἀστεροπητής: -οῦ, ὁ, αυτός που αστράφτει, λέγεται για τον Δία, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀστεροπητής: οῦ ὁ молниеметатель, громовержец (эпитет Зевса) Hom., Hes., Soph., Luc.