ἀχειροποίητος

From LSJ
Revision as of 15:03, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχειροποίητος Medium diacritics: ἀχειροποίητος Low diacritics: αχειροποίητος Capitals: ΑΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΟΣ
Transliteration A: acheiropoíētos Transliteration B: acheiropoiētos Transliteration C: acheiropoiitos Beta Code: a)xeiropoi/htos

English (LSJ)

ον, not made by hands, of buildings and statues, Ev.Marc.14.58, 2 Ep.Cor.5.1; ἀ. περιτομή, i.e. spiritual, Ep.Col.2.11.

Spanish (DGE)

-ον
1 no hecho con las manos μόρφωμα Pherecyd. en Papathomopoulos Nouveaux Fragments 12, ναός Eu.Marc.14.58, οἰκία 2Ep.Cor.5.1, περιτομή ref. a la circuncisión espiritual Ep.Col.2.11.
2 no representado manualmente, e.d. que no admite imágenes θεός en cont. no crist. IAs.Min.N.S.42 (Panfilia I/II d.C.), de Dios, Isid.Pel.Ep.M.78.1301B.

German (Pape)

[Seite 417] nicht mit Händen gemacht, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχειροποίητος: -ον, ὁ μὴ διὰ χειρῶν πεποιημένος, ἐπὶ οἰκοδομῶν καὶ ἀγαλμάτων, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιδ΄, 58, Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ε΄, 1, Ἐκκλ.· ἀχειροποίητος περιτομή, δηλ. πνευματική, Ἐπιστ. π. Κολ. β΄, ΙΙ. ― Ἐπίρρ. -τως, Κύριλλ

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non fait de mains d'homme.
Étymologie: , χειροποίητος.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and χειροποίητος; unmanufactured, i.e. inartificial: made without (not made with) hands.

English (Thayer)

ἀχειροποίητον (χειροποίητος, which see), not made with hands: Lightfoot). (Found neither in secular authors nor in the Sept. (Winer's Grammar, § 34,3).)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀχειροποίητος, -ον)
(συνήθως για εικόνες) εκείνος τον οποίο δεν κατασκεύασε χέρι ανθρώπου
αρχ.
φρ. «ἀχειροποίητος περιτομή» — πνευματική περιτομή (Απ. Παύλος).

Greek Monotonic

ἀχειροποίητος: -ον, αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί με τα χέρια, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀχειροποίητος: нерукотворный NT.

Middle Liddell

not wrought by hands, NTest.

Chinese

原文音譯:¢ceiropo⋯htoj 阿-黑羅-拍誒拖士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:不-手-行的
字義溯源:非人手所造的,不是人手所行的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不,非)與(χειροποίητος)=手造的)組成;而 (χειροποίητος)又由(χείρ)*=手)與(ποιέω)*=作,行)組成。耶路撒冷的聖殿是人手所造的,然而主耶穌要建立屬靈的殿( 彼前2:5),乃是非人手所造的。那天上的帳幕,也不是人手所造的( 來9:11; 林後5:1)。猶太人所受的乃是人手的割禮,但基督使我們脫去肉體情慾的割禮,乃是非人手所行的割禮( 西2:11)
出現次數:總共(3);可(1);林後(1);西(1)
譯字彙編
1) 不是人手所行的(1) 西2:11;
2) 非人手所造(1) 林後5:1;
3) 非人手所造的(1) 可14:58