ἐκτάδιος

From LSJ
Revision as of 15:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτᾰδιος Medium diacritics: ἐκτάδιος Low diacritics: εκτάδιος Capitals: ΕΚΤΑΔΙΟΣ
Transliteration A: ektádios Transliteration B: ektadios Transliteration C: ektadios Beta Code: e)kta/dios

English (LSJ)

η, ον, also ος, ον Opp.C.3.276:— outstretched, χλαῖναν..διπλῆν ἐκταδίην double, with ample folds, Il. 10.134; ἐ. ὅπλα Orph.A.359; οὔρεα D.P.643.

Spanish (DGE)

-η, -ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
• Morfología: [-ος, -ον Opp.C.1.411, 3.276]
I ref. a la extensión
1 amplio, cumplido de prendas de ropa χλαῖναν ... διπλῆν ἐκταδίην dud. un manto doble cumplido, Il.10.134, ἔσκεπε τὴν κούρην ἁπλοῒς ἐκταδίη cubría a la muchacha un amplio manto sencillo, AP 5.294 (Agath.).
2 en toda su longitud ἔντερον οἰὸς ... ἧκε καθ' ὕδωρ ἐκτάδιον echó al agua una tripa de oveja en toda su longitud Opp.H.4.453.
II 1ref. a la posición, de cosas extendido καλύπτρη de una piel de vaca, Nonn.D.5.20, ὅπλα Orph.A.359
de pers. tendido Μαρίη Nonn.Par.Eu.Io.12.3
de partes del cuerpo tenso, estirado, en tensión ἐκταδίην ἔθλιψε ῥάχιν se lastimó el espinazo de mantenerlo tenso por estar cabizbajo, Nonn.D.7.26, ἐκταδίην πτύχα μηρῶν con el ángulo de sus muslos en tensión Nonn.D.19.272, cf. 77.
2 ref. a la forma alargado στόμα Opp.C.1.404, οὐρή Opp.C.1.411, de una hiena, Opp.C.3.276, del lenguado, Marc.Sid.18
ref. a la duración prolongado δρόμος Opp.C.4.440.

German (Pape)

[Seite 779] α, ον, auch 2. Endg., Opp. Cyn. 3, 276; ausgestreckt, ausgedehnt, χλαῖνα, ein weiter Mantel, Il. 10, 134; ἁπλοΐς Agath. 8 (V, 294); a. sp. D.; στόμα Opp. C. 1, 404; οὔρεα D. Per. 643.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτάδιος: ᾰ, η, ον, ὡσαύτως, ος, ον, μέγας, μακρός, στεινή τ’ ἐκτάδιός τε πέλει Ὀππ. Κ. 3. 276· (ἐκτείνω), χλαῖναν... διπλῆν, ἐκταδίην, «μεγάλην, ὥστε διπλῇ χρῆσθαι» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Κ. 134· ἐκτ. ὅπλα Ὀρφ. Ἀργ. 357· οὔρεα Διον. Π. 643.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
étendu ; ample (vêtement).
Étymologie: ἐκτείνω.

English (Autenrieth)

3 (τείνω): broad; ‘with ample folds,’ χλαῖνα, Il. 10.134†.

Greek Monolingual

ἐκτάδιος, -η, -ον και ἐκτάδιος, -ον (Α)
αυτός που έχει έκταση, μεγάλος, μακρύς (α. «ἀμφὶ δ' ἄρα χλαῑναν περονήσατο φοινικόεσσαν, διπλῆν ἐκταδίην» — στερέωσε γύρω από τους ώμους του με πόρπη τον πορφυρό μανδύα του, που ήταν μακρύς για να χρησιμοποιείται διπλός, Ιλ. Κ
β. «ἐκτάδια ὅπλα» — τα μακριά όπλα, Ορφ. Αργ.
γ. «ἐκτάδια οὔρεα» — όρη μακριά, με μεγάλη έκταση, Δίον. Περιηγ.).

Greek Monotonic

ἐκτάδιος: [ᾰ], -η, -ον (ἐκτείνω), κτεταμένος, απλωμένος, τεντωμένος, ευρύς, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτάδιος: растянутый, т. е. широкий, просторный (χλαῖνα Hom.: ἁπλοΐς Anth.).

Middle Liddell

ἐκτᾰ́διος, η, ον ἐκτείνω
outstretched, outspread, Il.