ἐλατήριος

From LSJ
Revision as of 15:40, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλᾰτήριος Medium diacritics: ἐλατήριος Low diacritics: ελατήριος Capitals: ΕΛΑΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: elatḗrios Transliteration B: elatērios Transliteration C: elatirios Beta Code: e)lath/rios

English (LSJ)

ον,
A driving, driving away, c. gen., καθαρμοῖσιν ἀτᾶν ἐλατηρίοις A.Ch.968 (lyr.).
II ἐλατήρια φάρμακα = purgatives, Hp.Acut.2, cf. Epid.5.7, Erot.
b ἐλατήριον ἀπόβαμμα = lustral water, IG4.1607 (Cleonae).
2 Subst. ἐλατήριον, τό, squirting cucumber, exploding cucumber, Ecballium Elaterium, Hp.Steril.238, Epid.6.5.15, Dsc. 4.150, Thphr.HP4.5.1; drug prepared from squirting cucumber, ib.9.9.4, 9.14.1.

Spanish (DGE)

(ἐλᾰτήριος) -α, -ον
I 1que aleja, purificador c. gen. καθαρμοὶ ἀτᾶν ἐλατήριοι A.Ch.968, cf. Sokolowski 3.56.1 (Cleonas VI a.C.).
2 medic. purgante φάρμακον Hp.Epid.5.7, Acut.2.
II neutr. subst. τὸ ἐλατήριον, bot.
1 cohombrillo, pepino amargo, Ecballium elaterium (L.) A. Rich., uso medic. τὸ ἐ. ... προστιθέναι Hp.Steril.238, cf. Epid.6.5.15, Arist.MM 1199a32, Thphr.HP 4.5.1, Plin.HN 20.5, Steph.in Gal.Glauc.135.
2 extracto o jugo del cohombrillo obtenido de la semilla molida del mismo, Thphr.HP 9.9.4, cf. 14.1, esp. usado como purgante, Arist.Pr.864a5, Dsc.4.150, Archig. en Gal.12.803, Gal.13.113, en horticultura τοὺς βότρυς ... ῥαίνειν τῷ ἐλατηρίῳ Phan.40.

German (Pape)

[Seite 790] ον, vertreibend; καθαρμοῖσιν ἀτᾶν ἐλατηρίοις Aesch. Ch. 962; Sp.; – τὸ ἐλατήριον, Abführungsmittel, Theophr., Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλᾰτήριος: -ον, ὁ ἐλαύνων, ἀπομακρύνων, διώκων μετὰ γεν., καθαρμοῖσιν ἀτᾶν ἐλ. Αἰσχύλ. Χο. 968. ΙΙ. ἐλατήριον (ἐνν. φάρμακον), τό, κινητικόν, καθαρτικὸν φάρμακον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 383˙ φάρμακον διδόμενον εἰς τὰς γυναῖκας κατὰ τὸν τοκετόν, αὐτόθι 685.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui chasse ou repousse.
Étymologie: ἐλατήρ.

Greek Monolingual

-ον
βλ. ελατήριο.

Greek Monotonic

ἐλᾰτήριος: -ον (ἐλαύνω), αυτός που καταδιώκει, επιτίθεται με ορμή και μανία, με γεν., σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐλᾰτήριος: изгоняющий (καθαρμοὶ ἀτᾶν ἐλατήριοι Aesch.).

Middle Liddell

ἐλᾰτήριος, ον ἐλαύνω
driving away, c. gen., Aesch.