ἐκτορέω
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
transfix, αἰῶνα h.Merc.42.
Spanish (DGE)
perforar totalmente αἰῶν' ἐξετόρησεν ... χελώνης perforó la vida de la tortuga (atravesando su caparazón) h.Merc.42.
German (Pape)
[Seite 782] ausbohren, αἰῶνα χελώνης, rauben, H. h. Merc. 42.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτορέω: διατρυπῶ, φονεύω διατρυπῶν, ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 42.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
enlever en perçant, ou tuer en perçant LSJ.
Étymologie: ἐκ, τιτρώσκω ou τορέω.
Greek Monolingual
ἐκτορέω (Α)
διατρυπώ, φονεύω τρυπώντας.
Greek Monotonic
ἐκτορέω: μέλ. -ήσω, σκοτώνω με τρύπημα, τρυπώ, διαπερνώ, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
ἐκτορέω: досл. высверливать, перен. вынимать, потрошить (αἰῶνα χελώνης HH).