ἐμπλήγδην
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
Adv., (ἐμπλήσσω) madly, rashly (or mightily, or capriciously), Od.20.132.
Spanish (DGE)
adv. caprichosamente ἐ. ... τίει Od.20.132.
German (Pape)
[Seite 814] adverb., einmal bei Homer, Odyss. 20, 132, wo Aristarch es in seinem Commentar = εὐμεταβόλως erklärte, »wankelmüthig«, »inconsequent«, s. Apollon. Lex. Homer. p. 67, 28 Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 152. Vgl. ἔμπληκτος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπλήγδην: ἐπίρρ. (ἐμπλήσσω) ἐμπλήκτως, ἀκρίτως, παραφρόνως, Λατ. tenere, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πινυτός, ἐμὴ μήτηρ, πινυτή περ ἐοῦσα, ἐμπλύγδην... τίει... Ὀδ. Υ. 132· πρβλ. ἔμπληκτος.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec stupeur, follement.
Étymologie: ἐμπλήσσω.
English (Autenrieth)
(ἐμπλήσσω): at random, Od. 20.132†.
Greek Monolingual
ἐμπλήγδην (Α)
επίρρ. μανιωδώς, παράφορα.
Greek Monotonic
ἐμπλήγδην: επίρρ. (ἐμπλήσσω), τρελά, παράφορα, ασυλλόγιστα, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπλήγδην: adv. безрассудно, не подумавши (τίειν χείρονα Hom.).