ἄκναμπτος
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
English (LSJ)
ἄκναπτος, ἄκναφος, = ἄγναμπτος.
Spanish (DGE)
v. ἄγναμπτος.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκναμπτος: ἄκναπτος, ἄκνᾰφος = ἄγναμπτος, ἄγναπ., κτλ.
English (Slater)
ᾰκναμπτος, -ον inflexible, unflinching βουλαῖς ἀκνάμπτοις (v.l. ἀκάμποις: ἀκάμπτοις coni. Hermann.) (P. 4.72) ἄκναμπτον Ἥρᾳ μένος ἀντερείδων (sc. Ἀπόλλων) Πα. . . ]ἀκνάμπτο[ Δ. 4a. 5.