ἔκχυτος

From LSJ
Revision as of 16:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκχῠτος Medium diacritics: ἔκχυτος Low diacritics: έκχυτος Capitals: ΕΚΧΥΤΟΣ
Transliteration A: ékchytos Transliteration B: ekchytos Transliteration C: ekchytos Beta Code: e)/kxutos

English (LSJ)

ον, (ἐκχέω) A poured forth, unconfined, κόμη AP9.669.8 (Marian.); outstretched, ἔκχυτος ὕπνῳ κεῖτο ib.5.274 (Paul.Sil.). 2 immoderate, γέλως Suid. s.v. καγχασμός. II Subst., ἔκχυτον, τό, dub. sens. in AP9.395 (Pall.; ποτόν tit., εἶδος βρώματος Sch.); title of dialogue on ᾠοσκοπία by Hermagoras, Stoic.1.102.

Spanish (DGE)

(ἔκχῠτος) -ον
I 1suelto del pelo ἔκχυτον ... ἔπλεξε κόμην AP 9.669 (Marian.)
fig. suelto, distendido de la carcajada, Sud.s.u. καγχασμός.
2 de pers. tendido relajadamente, sosegado, despreocupado Μενεκρατὶς ἔ. ὕπνῳ κεῖτο AP 5.275 (Paul.Sil.), de Pan AP 16.229.
II neutr. subst. τὸ ἔ.
1 quizá pastel de queso fundido, AP 9.395 (Pall.).
2 tít. de un diálogo de Hermágoras sobre ᾠοσκοπία Pers.Stoic.1.102.

German (Pape)

[Seite 788] ausgegossen, ausgebreitet; κόμη, das Laub des Epheu, Marian. ep. (IX, 669); auch ὕπνῳ, Paul. Sil. 12 (V, 275); γέλως, ausgelassenes Lachen, Suid.; τὸ ἔκχυτον, ein flüssiges Gericht, Pallad. 25 (IX, 395).

Greek (Liddell-Scott)

ἔκχῠτος: -ον, (ἐκχέω) χυτός, «χυμένος», ἔκχυτον εὐχαίτης κισσὸς ἔπλεξε κόμην Ἀνθ. Π. 9. 669˙ ἐξηπλωμένος, ἔκχυτος ὕπνῳ κεῖτο αὐτόθι 5. 275. 2) ἐπὶ γέλωτος, σφοδρός, ἀθρόος, Λατ. effusus, ἔκχυτος γέλως, «καγχασμός», Σουΐδ. ἐν λέξει καγχάζω. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἔκχυτον, τό, ῥευστόν τι ἔδεσμα, ἐν γὰρ τοῖς Κίρκης ἔκχυτον οὐκ ἔφαγεν Ἀνθ. Π. 9. 395˙ ἀλλ’ ἴσως ἀναγνωστέον ἔγχυτον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui se répand, flottant en parl. de la chevelure;
2 qui se détend;
3 versé ; τὸ ἔκχυτον gâteau versé d’un moule.
Étymologie: ἐκχέω.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔκχυτος, -ον)
1. ο χυμένος έξω, εκτεταμένος, ξαπλωμένος, πολύ απλωμένος, χυτός, διάχυτος
2. φρ. α. «έκχυτος κόμη» — πολύ απλωμένα, ξεχυμένα μαλλιά
β. «έκχυτος γέλως» — υπερβολικό, διάχυτο, άμετρο γέλιο
γ. γεωλ. «έκχυτα πετρώματα» — κατηγορία πυριγενών στρωμάτων, αλλιώς «ηφαιστειογενή πετρώματα».

Greek Monotonic

ἔκχῠτος: -ον (ἐκχέω), αυτός που έχει ξεχυθεί, απεριόριστος, σκορπισμένος, ακράτητος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἔκχῠτος:
1) раскидистый, развесистый (κισσοῦ κόμη Anth.);
2) растянувшийся (ἔ. ὕπνῳ Anth.).

Middle Liddell

ἔκχῠτος, ον ἐκχέω
poured forth, unconfined, outstretched, Anth.