δυσκαμπής

From LSJ
Revision as of 18:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσκαμπής Medium diacritics: δυσκαμπής Low diacritics: δυσκαμπής Capitals: ΔΥΣΚΑΜΠΗΣ
Transliteration A: dyskampḗs Transliteration B: dyskampēs Transliteration C: dyskampis Beta Code: duskamph/s

English (LSJ)

ές, hard to bend, Plu.2.650d, Aret.SD2.3: Comp., Sabin. ap. Orib.9.19.2.

Spanish (DGE)

-ές
1 difícil de doblar, rígido de partes del cuerpo ποιεῖ δὲ καὶ νεῦρα δυσκαμπῆ ... τὸ ἄγαν ψῦχος Plu.2.953d, βλέφαρα Gal.3.811, 7.260, ῥάχις Archig. en Aët.11.4, de pers. κατὰ ῥάχιν δ. Aret.SD 2.3.5, cf. Gal.6.199
subst. τὸ δ. rigidez τὸ δ. αὐτῶν (τῶν γερόντων) Plu.2.650d, plu. τὰ δυσκαμπῆ las partes rígidas Gal.9.325.
2 poco flexible de árboles, Sabin. en Orib.9.19.2, κέδρος Basil.M.29.293B
fig. inflexible, difícil de inclinarse γόνυ Chrys.M.64.24
neutr. subst. τὸ δ. πρὸς τὴν ἀρετὴν τοῦ ἡγεμονικοῦ Origenes Fr.in Ps.106.16.

German (Pape)

[Seite 682] ές, unbiegsam; νεῦρα Plut. de prim. frigid. 18; φωνή Poll. 2, 117; ἵππος 1, 219.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
difficile à courber.
Étymologie: δυσ-, κάμπτω.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκαμπής: -ές, δύσκαμπτος, Πλούτ. 2, 650D, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 3.

Greek Monolingual

δυσκαμπής, -ές (Α)
1. δύσκαμπτος
2. αυτός που δύσκολα καταβάλλεται, ο δυσήνιος.

Russian (Dvoretsky)

δυσκαμπής: с трудом сгибающийся, негибкий (δ. καὶ σκληρός Plut.).